λευκαυγής

λευκαυγής
-ές (AM λευκαγής, -ές)
αυτός που εκπέμπει λευκή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + -αυγής (< *αὖγος < αὐγή), πρβλ. λαμπρ-αυγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λευκαυγῆ — λευκαυγής white gleaming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λευκαυγής white gleaming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λευκαυγής white gleaming masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκαυγές — λευκαυγής white gleaming masc/fem voc sg λευκαυγής white gleaming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”